- καινοθήρας
- ο1. αυτός που θηρεύει τα καινά, εκείνος που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα2. αυτός που αποδέχεται πρόθυμα και χωρίς κρίση καθετί νέο και περιφρονεί την παράδοση.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσι-θήρας, προικο-θήρας. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. reporteur «δημοσιογράφος, ανταποκριτής» και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.