καινοθήρας

καινοθήρας
ο
1. αυτός που θηρεύει τα καινά, εκείνος που επιδιώκει να μάθει νέα πράγματα
2. αυτός που αποδέχεται πρόθυμα και χωρίς κρίση καθετί νέο και περιφρονεί την παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -θήρας (< θήρα), πρβλ. θεσι-θήρας, προικο-θήρας. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. reporteur «δημοσιογράφος, ανταποκριτής» και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καινοθηρώ — [καινοθήρας] 1. κυνηγώ, επιδιώκω νέα πράγματα, νέες καταστάσεις 2. περιφρονώ την παράδοση και γενικά ό,τι αναφέρεται στο παρελθόν …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”